- βαθύγλωσσος
- βᾰθῠ-γλωσσος, ον,A of unintelligible speech,
λαός LXXEs.3.5
: but expld. by ἐλλόγιμος, Hsch., Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαός LXXEs.3.5
: but expld. by ἐλλόγιμος, Hsch., Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαθύγλωσσος — of unintelligible speech masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύγλωσσοι — βαθύγλωσσος of unintelligible speech masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek